Glossary entry (derived from question below)
English term or phrase:
assign or change their interest
Greek translation:
να εκχωρήσουν ή να αλλάξουν τη συμμετοχή τους (επένδυσή τους)
Added to glossary by
Valentini Mellas
Apr 17, 2007 12:38
17 yrs ago
English term
assign or change their interest
English to Greek
Marketing
Management
Business
Conditions under which partners can assign or change their interest in the partnership.
Αν και έχω βρει όλες τις έννοιες, θα ήθελα την άποψή σας με όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις!! (καταραμένα layouts!!!)
Χίλια ευχαριστώ :)
Αν και έχω βρει όλες τις έννοιες, θα ήθελα την άποψή σας με όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις!! (καταραμένα layouts!!!)
Χίλια ευχαριστώ :)
Proposed translations
(Greek)
4 +3 | να εκχωρήσουν (προσδώσουν) ή ν' αλλάξουν τη συμμετοχή τους (επένδυσή τους) | Valentini Mellas |
Proposed translations
+3
12 mins
Selected
να εκχωρήσουν (προσδώσουν) ή ν' αλλάξουν τη συμμετοχή τους (επένδυσή τους)
Το assign μπορείς να το αποδώσεις ως εκχωρώ ή προσδίδω
Το interest μπορείς να το αποδώσεις ως συμμετοχή, μετοχικά συμφέροντα, ή απλά επένδυση
Δες και εδώ για το αντίστοιχο ουσιαστικό που είχε ερωτηθεί: http://www.proz.com/kudoz/809855
--------------------------------------------------
Note added at 17 mins (2007-04-17 12:55:27 GMT)
--------------------------------------------------
Από λεξικά για το "interest":
συμμετοχή, ποσοστό συνιδιοκτησίας, επένδυση (σε επιχείρηση)
by arranging for a loan with the bank you allowed it to acquire an interest in your firm
# δικαίωμα συμμετοχής (ιδ. σε κέρδη επιχείρησης κτλ.) μερίδιο, κν. μερτικό: he has interests in seven companies έχει μερτικό σε επτά εταιρίες § I've sold my interest in the company πούλησα το μερίδιο συμμετοχής μου στην εταιρία
Για το assign
ρ. (για καθήκον, έργο κτλ.) αναθέτω, επιφορτίζω: who assigned you this task? ποιός σου ανέθεσε το έργο αυτό; # παραχωρώ, εκχωρώ, μεταβιβάζω: Epirus was assigned to Ali Pasha η Ήπειρος παραχωρήθηκε στον Αλή Πασά # ορίζω, προσδιορίζω, καθορίζω: assign a date προσδιορίζω ημερομηνία # προσδίδω: he assigned a different meaning to this word προσέδωσε διαφορετική σημασία στη λέξη αυτή # διορίζω: he assigned three men to this sector διόρισε τρεις άνδρες στον τομέα αυτόν
Το interest μπορείς να το αποδώσεις ως συμμετοχή, μετοχικά συμφέροντα, ή απλά επένδυση
Δες και εδώ για το αντίστοιχο ουσιαστικό που είχε ερωτηθεί: http://www.proz.com/kudoz/809855
--------------------------------------------------
Note added at 17 mins (2007-04-17 12:55:27 GMT)
--------------------------------------------------
Από λεξικά για το "interest":
συμμετοχή, ποσοστό συνιδιοκτησίας, επένδυση (σε επιχείρηση)
by arranging for a loan with the bank you allowed it to acquire an interest in your firm
# δικαίωμα συμμετοχής (ιδ. σε κέρδη επιχείρησης κτλ.) μερίδιο, κν. μερτικό: he has interests in seven companies έχει μερτικό σε επτά εταιρίες § I've sold my interest in the company πούλησα το μερίδιο συμμετοχής μου στην εταιρία
Για το assign
ρ. (για καθήκον, έργο κτλ.) αναθέτω, επιφορτίζω: who assigned you this task? ποιός σου ανέθεσε το έργο αυτό; # παραχωρώ, εκχωρώ, μεταβιβάζω: Epirus was assigned to Ali Pasha η Ήπειρος παραχωρήθηκε στον Αλή Πασά # ορίζω, προσδιορίζω, καθορίζω: assign a date προσδιορίζω ημερομηνία # προσδίδω: he assigned a different meaning to this word προσέδωσε διαφορετική σημασία στη λέξη αυτή # διορίζω: he assigned three men to this sector διόρισε τρεις άνδρες στον τομέα αυτόν
4 KudoZ points awarded for this answer.
Comment: "Ta! :)"
Something went wrong...